- προκοίλι
- και προκιούλι, το, Ν1. υπογάστριο2. η κοιλιά τού προγάστορα3. η κοιλιά ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κοιλιά, ή, κατ' άλλη άποψη, < προκοίλιος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκοίλι — το η προεξοχή της κοιλιάς, το υπογάστριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκοίλας — και προκοιλάς, ο, Ν αυτός που έχει προκοίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκοίλι + κατάλ. ας/ άς (πρβλ. κεφάλ ας/κεφαλ άς)] … Dictionary of Greek
προκοίλης — ο, Ν [προκοίλι] αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς, προκοίλιος* … Dictionary of Greek
προκοιλιούμαι — όομαι, Α [προκοίλιος] 1. γίνομαι προκοίλιος, αποκτώ προκοίλι 2. μτφ. (κατά τον Ευστ.) «προκοιλιοῡσθαι τὸ σῶμα τοῡ μέλους τῇ παρεκβάσει» … Dictionary of Greek
υπογάστριο — το 1. η κατώτερη περιοχή της κοιλιάς, το υποκοίλιο, το προκοίλι: Κλοτσιά στο υπογάστριο. 2. καθένα από τα μακρουλά ξύλα που υποστηρίζουν τη γάστρα πλοίου έτοιμου για καθέλκυση, επιτροπίδιο. 3. μτφ., ευπαθές, ευπρόσβλητο μέρος: Το υπογάστριο της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)